- γαλακτουρονικό οξύ
- Δεξιόστροφο καρβοξυλικό οξύ που σχηματίζεται στους οργανισμούς κατά την οξείδωση του πρωτοταγούς υδροξυλίου της γαλακτόζης σε καρβοξυλική ομάδα. Το γ.o (και τα μεθυλιωμένα παράγωγά του) είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση και αποτελεί δομικό συστατικό αρκετών ανώτερων πολυσακχαριτών. Ανήκει στα ουρανικά οξέα, παράγεται με ευκολία στους φυτικούς ιστούς και είναι συστατικό των κόμμεων και των πηκτινικών υλών. Οι πηκτίνες αποτελούνται από αλυσίδες μεθυλεστέρων του γ.ο.
Dictionary of Greek. 2013.